πρόρρηση

πρόρρηση
prediction

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρόρρηση — η / πρόρρησις, ήσεως, ΝΑ [προλέγω] η πρόγνωση τού μέλλοντος, προφητεία αρχ. 1. συμβουλή που δίνεται σε κάποιον από πριν («μάχης δὲ οὐκ ἦρχον δεδιότες οἱ στρατηγοὶ τὴν πρόρρησιν τῶν Ἀθηναίων», Θουκ.) 2. προκήρυξη 3. (ρητ.) προεισαγωγικός… …   Dictionary of Greek

  • κληδονίς — κληδονίς, ίδος, ἡ (Μ) [κληδών] πρόρρηση, αγγελία, μαντεία, προμάντευμα …   Dictionary of Greek

  • κληδών — κληδών, όνος, επικ. τ. κλεηδών και κληηδών, ἡ (Α) 1. φήμη ή φωνή που περιέχει μήνυμα, πρόρρηση, προφητική ρήση («χαῖρεν δὲ κλεηδόνι δῑος Ὀδυσσεύς», Ομ. Οδ.) 2. είδηση, πληροφορία, νέα («εἴ τινά μοι κληηδόνα πατρός ἐνίσποις», Ομ. Οδ.) 3. διάδοση,… …   Dictionary of Greek

  • προανάρρησις — ήσεως, ή, Α πρόρρηση, προφητεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνά + ῥῆσις] …   Dictionary of Greek

  • προλογία — ἡ, Α [πρόλογος] προφητεία, πρόρρηση …   Dictionary of Greek

  • προμάντευμα — τὸ, ΝΜΑ, και προμάντεμα, Ν [προμαντεύω] πρόρρηση, προφητεία νεοελλ. μσν. προαίσθηση …   Dictionary of Greek

  • προφητεία — η, ΝΜΑ [προφητεύω] 1. το να προφητεύει κανείς, το να προλέγει τα μέλλοντα με θεία έμπνευση (α. «είχε το χάρισμα τής προφητείας» β. «διδασκαλίαν ὡς προφητείαν ἐκχεῶ», ΠΔ. γ. «χάρισμα δ οἶδα πνεύματος θείαν δόσιν. κήρυγμ ἀδήλων τὴν προφητείαν λέγω» …   Dictionary of Greek

  • προφοίβασις — άσεως, ἡ Α [προφοιβάζω] η πρόρρηση τού μέλλοντος …   Dictionary of Greek

  • πρόρρημα — ήματος, τὸ, Α [προλέγω] 1. πρόγνωση, προμάντευμα 2. προφητεία, πρόρρηση …   Dictionary of Greek

  • ωροσκοπία — η / ὡροσκοπία, ΝΑ [ὡροσκόπος] αστρολ. η παρατήρηση τής θέσης τών πλανητών την ώρα τής γέννησης ενός ατόμου και η, βάσει αυτής, πρόρρηση τού μέλλοντός του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”